Πριν από πέντε χρόνια, οι κοινωνίες ακολουθούσαν ευλαβικά τις οδηγίες των επιδημιολόγων. Οι πολίτες έσπευδαν να εμβολιαστούν, τηρούσαν τις αποστάσεις και ζητούσαν από όσους δεν φορούσαν μάσκες σε μέσα μαζικής μεταφοράς να καλύψουν το πρόσωπό τους. Ο κόσμος ήταν υπό την κυριαρχία ενός αμείλικτου ιού και κάθε προσπάθεια επικεντρωνόταν στην καταστροφή του.

Σήμερα, η κατάσταση έχει αλλάξει. Ο επιβάτης που φορά μάσκα αντιμετωπίζεται με καχυποψία, τα όρια της κοινωνικής απόστασης έχουν ξεθωριάσει και η εμπιστοσύνη στα εμβόλια έχει μειωθεί. Μια νέα αφήγηση έχει κυριαρχήσει: δεν ήταν ο ιός που κατέστρεψε τις ζωές μας, αλλά η αντίδραση σε αυτόν.

Όπως αναφέρει ο Guardian, αν και αυτή η αφήγηση υπήρχε πάντα, αρχικά περιοριζόταν στο περιθώριο. Σήμερα, όμως, έχει γίνει μέρος του κυρίαρχου λόγου, υποστηριζόμενη από πολιτικούς, κυρίως της λαϊκιστικής δεξιάς. Οι ειδικοί στη δημόσια υγεία παρακολουθούν αυτή την εξέλιξη με ανησυχία, καθώς γνωρίζουν ότι η αντίδραση στην επόμενη πανδημία θα εξαρτηθεί από το πώς κατανοούμε την προηγούμενη. Παραδόξος, πολλοί ανησυχούν ότι η εμπειρία της Covid-19 μάς άφησε πιο ευάλωτους, αντί για πιο προετοιμασμένους.

Οι ειδικοί παραδέχονται ότι η διαχείριση της πανδημίας δεν ήταν τέλεια, αλλά θεωρούν πως το πραγματικό πρόβλημα δεν ήταν η επιστήμη. Τα εμβόλια mRNA έσωσαν εκατομμύρια ζωές, η τεχνολογία των εμβολίων βελτιώθηκε ραγδαία, οι μάσκες λειτούργησαν και οι ανασκοπήσεις των πανδημιών δείχνουν ότι η στρατηγική της έγκαιρης και αυστηρής παρέμβασης ήταν η σωστή. Ναι, έγιναν λάθη, ήταν αναπόφευκτο, δεδομένων των συνθηκών αβεβαιότητας. Όμως, συχνά οι επιστήμονες αγνοήθηκαν ή υπονομεύτηκαν από τους πολιτικούς και τα κέντρα εξουσίας. Παρ’ όλα αυτά, οι πολιτικοί δεν φαίνεται να είναι ο στόχος της οργής.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Άντονι Φάουτσι. Πριν από πέντε χρόνια, ως επικεφαλής ιατρικός σύμβουλος του προέδρου των ΗΠΑ (2021-2022), θεωρούνταν η πιο αξιόπιστη επιστημονική φωνή στη χώρα. Σήμερα, όμως, αντιμετωπίζεται ως αποδιοπομπαίος τράγος. Παρά το γεγονός ότι ο Τζο Μπάιντεν του προσέφερε προληπτική χάρη, αν και ο ίδιος δεν έχει διαπράξει κάποιο έγκλημα, έχει δεχθεί απειλές κατά της ζωής του, ενώ η κυβέρνηση Τραμπ απέσυρε τη φρουρά ασφαλείας του.

Άντονι Φάουτσι

Αντίστοιχα, οι βρετανοί επιστήμονες, Κρις Γουίτι και Πάτρικ Βάλανς, έχουν δεχθεί απειλές. Η αντιμετώπισή τους εγείρει ένα σοβαρό ερώτημα: ποιος θα δεχόταν να αναλάβει αυτόν τον ρόλο σε μια μελλοντική κρίση; Και η κατάσταση χειροτερεύει. Οι ερευνητές μολυσματικών ασθενειών βλέπουν τις χρηματοδοτήσεις τους να μειώνονται, αποδυναμώνοντας την ικανότητα πρόβλεψης και πρόληψης της επόμενης πανδημίας. Η διοίκηση Τραμπ έχει προκαλέσει αναταραχή στο Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας (NIH) και έχει οδηγήσει τις ΗΠΑ σε αποχώρηση από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ). Οι διαπραγματεύσεις για μια διεθνή συνθήκη πανδημιών έχουν παγώσει.

Ο Ρόμπερτ Φ. Κένεντι Τζούνιορ δήλωσε στα τέλη του 2023: «Θα δώσουμε στις μολυσματικές ασθένειες ένα διάλειμμα για τα επόμενα οκτώ χρόνια». Ωστόσο, οι ασθένειες δεν μας δίνουν χρόνο. Η εμφάνιση ζωονόσων – ασθενειών που μεταδίδονται από τα ζώα στον άνθρωπο – επιταχύνεται λόγω της αποψίλωσης των δασών και της κλιματικής αλλαγής. Ο Ρίτσαρντ Χάτσετ, διευθύνων σύμβουλος του Coalition for Epidemic Preparedness Innovations, προειδοποίησε πρόσφατα ότι «ο κόσμος φλέγεται» όσον αφορά τους ιούς.

Στο παρελθόν, ένας έφηβος που επιβίωνε από τη γρίπη του 1918 μπορούσε να ζήσει ολόκληρη τη ζωή του χωρίς να αντιμετωπίσει άλλη πανδημία. Σήμερα, αυτό δεν ισχύει. Η πιο άμεση απειλή είναι η γρίπη των πτηνών (H5N1), η οποία ήδη εξαπλώνεται σε βοοειδή και πουλερικά. Αν και δεν έχει προσαρμοστεί για μετάδοση μεταξύ ανθρώπων, έχει προκαλέσει ασθένειες και τουλάχιστον έναν θάνατο. Αν εξελιχθεί σε πανδημία, μπορεί να είναι εξίσου θανατηφόρα με τον Covid-19, που έχει προκαλέσει πάνω από 27 εκατομμύρια θανάτους μέχρι σήμερα.

Δεν είναι εύκολο να προβλέψουμε ποιο μικρόβιο θα προκαλέσει την επόμενη πανδημία. Οι επιστήμονες μπορούν να δημιουργούν μοντέλα, αλλά δεν μπορούν να προβλέψουν τον ακριβή παράγοντα που θα κάνει έναν ιό πιο επικίνδυνο. Εκτός από τη μελέτη των αιτίων, η καλύτερη προετοιμασία είναι η ενίσχυση της ανθεκτικότητας των κοινωνιών μας. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, υπήρξαν εκκλήσεις για τη μείωση των ανισοτήτων, την ενίσχυση των συστημάτων υγείας και τη δημιουργία πιο ανθεκτικών κοινωνιών, αλλά αυτές οι πρωτοβουλίες ξεχάστηκαν.

Το 2021, η ανθρωπολόγος, Χάιντι Λάρσον ηγήθηκε, μιας παγκόσμιας έρευνας σε 70 χώρες και διαπίστωσε ότι πολλοί ένιωθαν παραμελημένοι, με τα καθημερινά τους προβλήματα να χάνονται μέσα στις στατιστικές για τα κρούσματα. Ένα βασικό παράδειγμα ήταν η έλλειψη αναρρωτικών αδειών: πολλοί δεν μπορούσαν να μείνουν σπίτι όταν αρρώσταιναν. Παράλληλα, η επιμονή στην κοινωνική αποστασιοποίηση είχε αρνητικές συνέπειες, καθώς παρερμηνεύτηκε ως απομάκρυνση από την κοινωνική συνοχή.

Όπως δήλωσε ο ψυχολόγος, Στίβεν Ράιχερ, από το πανεπιστήμιο του Σεντ Άντριους: «Σε μια πραγματική κρίση, το κράτος δεν μπορεί να σε φροντίσει πλήρως – δεν μπορεί να σου βάλει φαγητό στο τραπέζι ή να βγάλει τον σκύλο σου βόλτα. Αυτά τα κάνουμε ο ένας για τον άλλον».

Πέντε χρόνια μετά την πανδημία, υπάρχει ανάγκη για έναν ειλικρινή διάλογο σχετικά με τον ρόλο του ατόμου, της κοινωνίας και του κράτους σε μια κρίση δημόσιας υγείας. Ποιες είναι οι ατομικές μας ευθύνες και ποιες οι υποχρεώσεις του κράτους απέναντί μας; Αυτά τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Το στοίχημα είναι να τα συζητήσουμε πριν βρεθούμε ξανά αντιμέτωποι με μια νέα πανδημία.